αποτελματώνομαι

αποτελματώνομαι
αποτελματώνομαι, αποτελματώθηκα, αποτελματωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελματώνω — τελματῶ, όω, ΝΜΑ [τέλμα, ατος] μεταβάλλω σε τέλμα νεοελλ. μέσ. τελματώνομαι μτφ. μένω στάσιμος, αποτελματώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”